Αναγνώστες

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ «Η τράπεζα καιγόταν και δεν είχε βγει ακόµη»

Οι νεκροί της 5ης Μαΐου µέσα από τα λόγια των συγγενών τους
, ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΘΕΟ∆ΩΡΑΚΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Παρασκευή 29 Απριλίου 2011


Πόσο γρήγορα ξεχνιέται ένας θάνατος; Τρεις θάνατοι; Ή µήπως πρέπει να πω τέσσερις, γιατί η Αγγελική ήταν έγκυος στον 4ο µήνα; Και ποιος θυµάται τα δύο άλλα ονόµατα; Τον Νώντα και τη Βίβιαν; Ούτε ένα σύνθηµα δεν γράφτηκε για αυτούς. «Είναι ντροπή», µου λέει ένας συγγενής.

«Βοηθήστε τον κόσµο να θυµηθεί. Η µνήµη είναι σηµαντικό πράγµα». Η περιοχή έχει πάψει να µυρίζει καµένα. Και οι βασιλικοί που είχαν αφήσει κάποιοι έξω από την τράπεζα µαζεύτηκαν. Ολοι όµως ξέρουν ότι εδώ πριν από έναν χρόνο κάηκαν τρεις άνθρωποι. Τότε που κάποιοι επιχείρησαν να µπουν στη Βουλή και κάποιοι άλλοι προσπάθησαν για έναν «νέο ∆εκέµβρη». Αλλά οι περισσότεροι – δεκάδες χιλιάδες περισσότεροι – ήθελαν απλώς να φωνάξουν ότι η κρίση δεν θα τους φοβίσει. Οι µολότοφ όµως σκόρπισαν νωρίτερα τον κόσµο.

Οσοι διαδηλώνουν από τότε στη Σταδίου, µόλις πλησιάζουν στο «σηµείο», σιωπούν. «Εχω δει και κουκουλοφόρους να σκύβουν το κεφάλι», θα µου πει ένας γείτονας. «Περνούν από το απέναντι πεζοδρόµιο. Ποτέ έξω από την τράπεζα». Η Αγγελική, η Βίβιαν, ο Νώντας µπορεί να µην κέρδισαν τα πρωτοσέλιδα που τους αξίζουν, η δύναµή τους όµως δεν έχει χαθεί.

Σίσσυ Παπαθανασοπούλου - Η αδελφή της
«∆ΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΝΑΜΕ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ∆ΕΝ ΜΑΣ ΠΕΙΡΑΞΕ»
Ξεκίνησα µε ήλιο από την Αθήνα, αλλά λίγοπριν φτάσω στην Πάτρα ο ουρανός συννέφιασε. Την Αγγελική, την έγκυο που κάηκε στη Σταδίου, την έχω στο µυαλό µου έναν χρόνο. Οι φίλοι της στο facebookµου στέλνουνσυνεχώς µηνύµατα να µην την ξεχάσω. Να µην ξεχάσω τι; Πως πέθανε; Ή πως έζησε; Στο σπίτι της αδελφής της, της Σίσσυς, είναι συγκεντρωµένοι όλοι. Ο µπαµπάς Χάρης, η µαµά Τότα, ο Νίκος, ο άντρας της Σίσσυς, και ο Χρήστος,ο άντρας της Αγγελικής. Το βλέµµα του έχει µια απορία που σε βασανίζει. Το βλέµµα του Χάρη και της Τότας µαρτυρούν ακόµη την αγάπη που µοίρασαν σταπαιδιά τους, στιςκόρες τους. ∆ικηγόροςο κ. Χάρης,διευθύντρια στο υποθηκοφυλακείο η κ. Τότα, προχωρούν στο Αίγιο και τους βγάζουν το καπέλο. «Βοηθούσαν. Και για τις κόρες τους επέλεγαν πάντατο καλύτερο. Ζηλευτή οικογένεια».

Το παιδικό δωµάτιο της κόρης της Σίσσυς και του Νίκου είναι γεµάτο µε φωτογραφίες και µηνύµατα της «θείας Αγγελικής». Εναν χρόνο πριν, το πρωί εκείνης της µέρας, η Σίσσυ έφυγε πολύνωρίτερα απ’τη δουλειά. Πέρασε µέσα από την πορεία που ήταν µεγάληκαι στην Πάτρα. «Η Αγγελική ήτανεστο γραφείο, ήρεµη. ∆ενφοβότανε ότιθα συµβεί κάτι, ούτως ή άλλωςείχε σκοπό να φύγει δυόµισι, τρεις παρά, γιατί είχανε ραντεβού µε τον Χρήστο να πάνε στον γιατρό». Η Σίσσυ δεν ξαφνιάστηκε που η αδελφή της δούλευε και απέξω θα περνούσε η πορεία.Πολλές επιχειρήσεις στη Σταδίου δούλευαν. «∆εν νοµίζω ότι υπάρχει ελληνική τράπεζα στην οποία οι εργαζόµενοι δεν δουλεύουν στις απεργίες. Η αδερφή µου, όπως και όλοι οι συνάδελφοί της, δεν θα έθετε την καριέρατης σε κίνδυνο για να συµµετάσχει σε µια διαδήλωση. ΟΣο σηµαντικό κι αν ήταν το θέµα για το οποίο γινόταν. Καλώς ή κακώς, έτσι λειτουργούν τα πράγµατα στην Ελλάδα». Στο σπίτι,καθώς ετοίµαζε το φαγητό των παιδιών,χτύπησε το τηλέφωνο. «Πόση ώρα έχεις να µιλήσεις µε την Αγγελική; Γίνεταιχαµός στην Αθήνα, έχουν βάλει φωτιά στο κατάστηµα». Φοβήθηκε η Σίσσυ, αλλάδεν παρέλυσε. Αλλωστε ήξερε ότι η αδελφή της είχε τετράγωνη λογική. Αυτή ήταν πουτους συµβούλευε όλους. Πώς να κινδυνεύσει από δυο µολότοφ; Ανήταν έτσι, θα ήµασταν όλοι καµένοι στην Αθήνα. Αλλά δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Ευτυχώς όµως βρήκε τον Χρήστο, τον άντρα της, και την φίλη της Κατερίνα. Τι ευτυχώς; Ηταν και οι δύο ήδη έξω από την τράπεζα. «Αυτοί µου έδωσαν την εικόνα. Η τράπεζα καιγόταν και η Αγγελική δεν είχε βγει ακόµη». Η Σίσσυ, ο Χάρης και η Τότα πήραν αµέσως τον δρόµο για την Αθήνα. Σίγουροι ότι η «µικρή» θα τα καταφέρει. «Πέντε χρόνια, 5 µήνες, 5 ώρες και10 λεπτά είχαµε διαφορά. ∆εν ήµασταν αδέρφια, κολλητές ήµασταν. Μέναµε µαζί στην Ιπποκράτους 10 χρόνια. Εκείνη φοιτήτρια, εγώ ασκούµενη δικηγόρος. Μόνο για τα ρούχα τσακωνόµασταν. Θέλαµε πάντα το ίδιο ρούχο». Σε µια ώρα το σκηνικό έχει ξεκαθαρίσει. Η Αγγελική και άλλοιδύο δεν έχουν βγει από την τράπεζα. «Εσπασαν την τζαµαρία, έριξαν εύφλεκτο υλικό και έριξαν µέσα τη βόµβα. Τι περίµεναν; Τι περίµεναν; ∆έκα χρόνια στα Εξάρχεια και δεν µας πείραξε ποτέ κανένας. Οι αναρχικοί έχουν διαφορετικό τρόπο σκέψης, αλλά έχουνε αξίες. ∆εν σκοτώνουνε. Ετσι πίστευα». Ελένη Ζούλια - Η µητέρα της
ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΜΕ ΡΟΖ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΗΤΑΝ ΠΕΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ...

Η κυρία Ελένη είναι η συντριβή και η ευγένεια µαζί. Κάθε τρεις λέξεις και ένας κόµπος. «Τι να σου πω, παλικάρι µου». Και τι να ζητήσω να µάθω; Στη Μήλο όλοι έχουν ένανκαλό λόγο για την Παρασκευούλα, τηνκόρη του Μανώλη και της Ελένης, την αδελφή του Μιχάλη του γυµναστή. «Είχα πάει εκείνες τις µέρες στο Μαρούσι. Ανέβαινα 2-3 φορές τον χρόνο. Να τη βοηθήσω να ξεστρώσει, να βάλουµε τα ανοιξιάτικα». Οταν έσπασαντα τζάµια και έβαλαν φωτιά, ηΒίβιαν τηλεφώνησε στη µάνα της. ∆εν της είπε όµως ότι κινδυνεύει. «Με ρώτησε αν είµαι καλά και βιάστηκε να κλείσει. ∆εν ξαφνιάστηκα. Πίστεψα ότι µπήκε κάποιος πελάτης και έπρεπε να κλείσει». Οι φωτογραφίες που έκαναν τον γύρο του κόσµου δείχνουν την κοπέλα µε τα ροζ παπούτσια πεσµένη στο µπαλκόνι. Το τηλεφώνηµα στη µάνα της τοέκανε µάλλον για να την καθησυχάσει. Μη δει στην τηλεόραση τη φωτιά και ανησυχήσει. Και µετά θα βγήκε στο µπαλκόνι να αναπνεύσει, αλλά οι µαύροι καπνοί που είχαν τυλίξει από παντού το κτίριο την έπνιξαν.

Εικασίες κάνω, γιατί κανείς δεν ήταν στο πλάι της να µας πει τι σκέφθηκε. «∆εν µου ξανατηλεφώνησε ποτέ. Κάτι συγγενείς µε πήρανε. Σιδέρωνα. Εφυγα από το Μαρούσι και ούτε εγώ ξέρω πώς έφτασα στην τράπεζα. Το κατάλαβα. Από το βλέµµα των συναδέλφωντης το κατάλαβα». Η Βασιλική Κονταξή,τραυµατιοφορέας στο ΕΚΑΒ, είναι αυτή που «συνόδευσε» τη Βίβιανστο ασθενοφόρο. «Μια γυναίκα µε παρακάλεσε να ανοίξω τον νεκρόσακο». Την αναγνώρισε αµέσως από το σταυρουδάκι στο λαιµό. «“Πρόσεχε, παιδάκι µου”, της είχα πει. Τους είχαν ξαναβάλει φωτιά, αλλά τηνείχαν σβήσει. “Πρόσεχε, παιδάκι µου”. “Ελα, βρε µαµά, χαζή είµαι να κάτσω να µε κάψουν;’’». Τα λόγια κυλάνε χωρίς ερωτήσεις. «Και να σκεφθείς ότι ήθελα να φύγει από το Λονδίνο µην την κάψουν σε κανένατούνελ οι τροµοκράτες και µου τηνκάψανε στην Αθήνα. Ποιοι ήταν; Εσύ ξέρεις; Ας τους τιµωρήσει ο Θεός. Εγώ δεν µπορώ να τιµωρήσω κανέναν».


«Πρόσεχε, παιδάκι µου», της έλεγα. «Ελα, βρε µαµά», απαντούσε, «χαζή είµαι να κάτσω να µε κάψουν;»
Κώστας Πολίτης - Ο Θείος και νονός του
«ΧΑΘΗΚΕ! ΔΈΝ ΧΑΘΗΚΕ; ΤΙ ΝΑ ΤΙΣ ΚΑΝΟΎΜΈ ΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ;»

Στον τάφοτου στη Λευκάδα θα δεις µόνο το όνοµάτου. Επαµεινώνδας ΤΣακάλης 1974 - 2010. Η µητέρατου η Αγαθή δεν ήθελε ναγράψουν τίποτα άλλο. Και να ήθελε,δεν το είπε σε κανένα. Ο Νώνταςήταν όλη της η ζωή. Ο άντραςτης είχε φύγειαπό καρκίνο το ‘85.

Μόνη της τον µεγάλωσε. Με τη συµπαράσταση του αδελφού της, του Κώστα Πολίτη. ΣτουςΑµπελοκήπους τον γέννησε, στην Ηλιούπολη πήγε σχολείο. Στα τσιµεντένια της γηπεδάκια έπαιξε και µπάσκετ. Πτυχίο στην Αθήνα.Μάστερ στη Σκωτία. Και µετά, επιστροφή στην Ηλιούπολη καιδουλειά στηντράπεζα. «Πρώτος πήγαινε, τελευταίος έφευγε». Χρόνο µε τον χρόνο κέρδιζε και µια καλύτερη θέση, χωρίς να χάνει τους φίλους του.Πάσχα, Χριστούγεννα,τριήµερα τοέσκαγαν. Και το καλοκαίρι, στη Λευκάδα. «Οι Τσακάληδες ήταν µεγάλη οικογένειαστην Πάλαιρο». Οκτώ Μαΐου θα γίνει το µνηµόσυνο. Χωρίς εκκλησιαστικές παρλάτες. «Αλλωστε, ο Νώντας δεν ήταν σε τίποτε φανατικός. Ούτε στα θρησκευτικά». Προοδευτικός άνθρωπος, µε τις εφηµερίδες του και τα διαβάσµατα του. αλλά όχι ενταγµένος σε κάποιο κόµµα. «Μαυρισµένο τον βρήκαµε. Οχι καµένο. Εσκασε. ∆εν µπορούσε να αναπνεύσει. Μόνο το µέτωπό του ήταν καψαλισµένο». Θα µου δώσει την εικόνα ο Κώστας, ο αδελφός της µητέρας του και νονός του Νώντα. «Τι σηµασία έχει αν βρέθηκε στο τελευταίο ή στο πρώτο σκαλοπάτι; Αν κατέβαινε ή αν ανέβαινε; Η δουλειά του ήταν στον τρίτο όροφο. Αλλά τι να τις κάνουµε τις λεπτοµέρειες.Ο Νώνταςχάθηκε! ∆εν χάθηκε;». Το διαµέρισµά του στην Ηλιούπολη είναι κλειστό. «Και κλειστό θα µείνει», µου λέει ο θείος του και νονός του. «Και ηΕλένη, το κορίτσι του Νώντα;», παίρνω το θάρρος και τον ρωτώ.«ΑΣ’ την την Ελένη. Προσπαθεί να ξεχάσει. Ισως να τα καταφέρει το κορίτσι. Για µας, όµως, είναι αργά. Μόνο τον Νώντα είχαµε».


«Μαυρισµένο τον βρήκαµε.
Δεν µπορούσε να αναπνεύσει. Μόνο το µέτωπό του ήταν καψαλισµένο»